- δασμολογεῖ
- δασμολογέωcollect as tributepres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)δασμολογέωcollect as tributepres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δασμολογώ — ησα, ήθηκα, δασμολογημένος, επιβάλλω δασμό, προσδιορίζω το φόρο που πρέπει να καταβληθεί: Το κράτος είναι ο φορέας που δασμολογεί τα προϊόντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)